sich neigen
 

κλίνω Verb
(0)
γέρνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Noch keine Beispielsätze.
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
sich neigen über

Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κλίνωκλίνουμε, κλίνομεκλίνομαικλινόμαστε
κλίνειςκλίνετεκλίνεσαικλίνεστε, κλινόσαστε
κλίνεικλίνουν(ε)κλίνεταικλίνονται
Imper
fekt
έκλινακλίναμεκλινόμουν(α)κλινόμαστε, κλινόμασταν
έκλινεςκλίνατεκλινόσουν(α)κλινόσαστε, κλινόσασταν
έκλινεέκλιναν, κλίναν(ε)κλινόταν(ε)κλίνονταν, κλινόντανε, κλινόντουσαν
Aoristέκλινακλίναμεκλίθηκακλιθήκαμε
έκλινεςκλίνατεκλίθηκεςκλιθήκατε
έκλινεέκλιναν, κλίναν(ε)κλίθηκεκλίθηκαν, κλιθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κλίνειέχουμε κλίνειέχω κλιθεί
είμαι κλιμένος, -η
έχουμε κλιθεί
είμαστε κλιμένοι, -ες
έχεις κλίνειέχετε κλίνειέχεις κλιθεί
είσαι κλιμένος, -η
έχετε κλιθεί
είστε κλιμένοι, -ες
έχει κλίνειέχουν κλίνειέχει κλιθεί
είναι κλιμένος, -η, -ο
έχουν κλιθεί
είναι κλιμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κλίνειείχαμε κλίνειείχα κλιθεί
ήμουν κλιμένος, -η
είχαμε κλιθεί
ήμαστε κλιμένοι, -ες
είχες κλίνειείχατε κλίνειείχες κλιθεί
ήσουν κλιμένος, -η
είχατε κλιθεί
ήσαστε κλιμένοι, -ες
είχε κλίνειείχαν κλίνειείχε κλιθεί
ήταν κλιμένος, -η, -ο
είχαν κλιθεί
ήταν κλιμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κλίνωθα κλίνουμε, θα κλίνομεθα κλίνομαιθα κλινόμαστε
θα κλίνειςθα κλίνετεθα κλίνεσαιθα κλίνεστε, θα κλινόσαστε
θα κλίνειθα κλίνουν(ε)θα κλίνεταιθα κλίνονται
Fut
ur
θα κλίνωθα κλίνουμε, θα κλίνομεθα κλιθώθα κλιθούμε
θα κλίνειςθα κλίνετεθα κλιθείςθα κλιθείτε
θα κλίνειθα κλίνουν(ε)θα κλιθείθα κλιθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κλίνειθα έχουμε κλίνειθα έχω κλιθεί
θα είμαι κλιμένος, -η
θα έχουμε κλιθεί
θα είμαστε κλιμένοι, -ες
θα έχεις κλίνειθα έχετε κλίνειθα έχεις κλιθεί
θα είσαι κλιμένος, -η
θα έχετε κλιθεί
θα είστε κλιμένοι, -ες
θα έχει κλίνειθα έχουν κλίνειθα έχει κλιθεί
θα είναι κλιμένος, -η, -ο
θα έχουν κλιθεί
θα είναι κλιμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κλίνωνα κλίνουμε, να κλίνομενα κλίνομαινα κλινόμαστε
να κλίνειςνα κλίνετενα κλίνεσαινα κλίνεστε, να κλινόσαστε
να κλίνεινα κλίνουν(ε)να κλίνεταινα κλίνονται
Aoristνα κλίνωνα κλίνουμε, να κλίνομενα κλιθώνα κλιθούμε
να κλίνειςνα κλίνετενα κλιθείςνα κλιθείτε
να κλίνεινα κλίνουν(ε)να κλιθείνα κλιθούν(ε)
Perfνα έχω κλίνεινα έχουμε κλίνεινα έχω κλιθεί
να είμαι κλιμένος, -η
να έχουμε κλιθεί
να είμαστε κλιμένοι, -ες
να έχεις κλίνεινα έχετε κλίνεινα έχεις κλιθεί
να είσαι κλιμένος, -η
να έχετε κλιθεί
να είστε κλιμένοι, -ες
να έχει κλίνεινα έχουν κλίνεινα έχει κλιθεί
να είναι κλιμένος, -η, -ο
να έχουν κλιθεί
να είναι κλιμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκλίνεκλίνετεκλίνεστε
Aoristκλίνεκλίνετεκλίνουκλιθείτε
Part
izip
Presκλίνοντας
Perfέχοντας κλίνει, έχοντας κλιμένοκλιμένος, -η, -οκλιμένοι, -ες, -α
InfinAoristκλίνεικλιθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γέρνωγέρνουμε, γέρνομε
γέρνειςγέρνετε
γέρνειγέρνουν(ε)
Imper
fekt
έγερναγέρναμε
έγερνεςγέρνατε
έγερνεέγερναν, γέρναν(ε)
Aoristέγειραγείραμε
έγειρεςγείρατε
έγειρεέγειραν, γείραν(ε)
Per
fekt
έχω γείρει
έχω γερμένο
έχουμε γείρει
έχουμε γερμένο
έχεις γείρει
έχεις γερμένο
έχετε γείρει
έχετε γερμένο
έχει γείρει
έχει γερμένο
έχουν γείρει
έχουν γερμένο
Plu
per
fekt
είχα γείρει
είχα γερμένο
είχαμε γείρει
είχαμε γερμένο
είχες γείρει
είχες γερμένο
είχατε γείρει
είχατε γερμένο
είχε γείρει
είχε γερμένο
είχαν γείρει
είχαν γερμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γέρνωθα γέρνουμε, θα γέρνομε
θα γέρνειςθα γέρνετε
θα γέρνειθα γέρνουν(ε)
Fut
ur
θα γείρωθα γείρουμε, θα γείρομε
θα γείρειςθα γείρετε
θα γείρειθα γείρουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γείρει
θα έχω γερμένο
θα έχουμε γείρει
θα έχουμε γερμένο
θα έχεις γείρει
θα έχεις γερμένο
θα έχετε γείρει
θα έχετε γερμένο
θα έχει γείρει
θα έχει γερμένο
θα έχουν γείρει
θα έχουν γερμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γέρνωνα γέρνουμε, να γέρνομε
να γέρνειςνα γέρνετε
να γέρνεινα γέρνουν(ε)
Aoristνα γείρωνα γείρουμε, να γείρομε
να γείρειςνα γείρετε
να γείρεινα γείρουν(ε)
Perfνα έχω γείρει
να έχω γερμένο
να έχουμε γείρει
να έχουμε γερμένο
να έχεις γείρει
να έχεις γερμένο
να έχετε γείρει
να έχετε γερμένο
να έχει γείρει
να έχει γερμένο
να έχουν γείρει
να έχουν γερμένο
Imper
ativ
Presγέρνεγέρνετε
Aoristγείρεγείρτε
Part
izip
Presγέρνοντας
Perfέχοντας γείρει, έχοντας γερμένο
InfinAoristγείρει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback